- κεφαλιάτικος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται στον υπολογισμό κατ' άτομο.2. το ουδ., κεφαλιάτικο ως ουσ., σημαίνει κεφαλικός φόρος, χαράτσι: Οι Έλληνες έδιναν κεφαλιάτικο στους Τούρκους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.